- ὑποχρίεσθαι
- ὑποχρί̱εσθαι , ὑποχρίωsmear underpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποχρίω — ΜΑ [χρίω] αλείφω αποκάτω ή λίγο αρχ. (ενεργ. και μέσ.) ψιμυθιώνω, φτιασιδώνω τα κάτω από τους οφθαλμούς μέρη («ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμοὺς... ὡς εὐοφθαλμότεροι φαίνοντο ἢ εἰσι», Ξεν.) … Dictionary of Greek